- διεκτραγώδηση
- ηη εξιστόρηση ή παρουσίαση δυσάρεστων γεγονότων ή καταστάσεων με τρόπο που θυμίζει τραγωδία ώστε να προκληθεί συγκίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκτραγῳδῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο διεκτραγῴδησις, μαρτυρείται το 1896 από τον Δ. Α. Αναστασόπουλο στην εφημερίδα Πρωΐα].
Dictionary of Greek. 2013.